Το χωριό Ατσιπάδες, ανήκει στον δήμο Αγίου Βασιλείου της Περιφερειακής Ενότητας Ρεθύμνου Κρήτης, σε απόσταση μόλις 23 χλμ από το Ρέθυμνο και χαρακτηρίζεται από τους καλούς και φιλήσυχους κατοίκους του και την Κρητική φιλοξενία. Έχει κλίμα τόσο ξεκούραστο που το αισθάνεσαι αμέσως, με μόνο λίγες ώρες ύπνου. Το νερό προέρχεται από φυσική πηγή και είναι αναζωογονητικό, τονωτικό και χωνευτικό.
Ονομασία - Ιστορία
Στο χωριό επί Ενετοκρατίας (1212-1669) κατοικούσαν εύποροι Βενετοί, οι οποίοι μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, τούρκεψαν όλοι και έγιναν οι πιο φανατικοί διώκτες των χριστιανών. Ένας από αυτούς ήταν ο περιβόητος για τα κακουργήματά του Γενιτσάρ Αράπης, που μετά το 1898 επέστρεψε στην Τουρκία. Οι Ατσιπαδιανοί Τούρκοι έγιναν από τους αγριότερους και πιο αιμοβόρους, τους αποκαλούσαν ότι δεν είχαν ντροπή (τσίπα), ήταν ξετσίπωτοι γι' αυτά που έκαναν. Έτσι το χωριό τους πήρε το όνομα Ατσιπάδες.
Βυζαντινοί ναοί
Με ελάχιστες τοιχογραφίες, και παντελώς ερειπωμένος διατηρείται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, στη θέση «Μετόχι του Μανουσέλη», των Ατσιπάδων. Επίσης, της Αγίας Ειρήνης (5 Μαΐου), στη θέση Πρινομούρι, της Αγίας Μαρίνας (17 Ιουλίου), στην τοποθεσία Νιάτσιδω και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγ.) στη θέση Λεπρές.
Παλαιός Καθεδρικός ναός του χωριού ήταν ο ναός της Αγίας οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής (27 Ιουλίου)- η μικρή Αγία Παρασκευή, όπως ακούγεται στο χωριό- για να ξεχωρίζει από τον σημερινό Καθεδρικό ναό της Αγίας οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής, κτίσμα του έτους 1950.
Άλλοι ναοί του χωριού είναι αυτοί του αγίου Βασιλείου και Αγίας Τριάδος (1 Ιαν.- Πεντηκοστής), καθώς και του αγίου Γεωργίου (23 Απρ.), 16ου– 17ου αι.
Στην κορυφή του όρους Κουρούπα βρίσκεται σύγχρονος ναός του Αγίου Πνεύματος (Δευτέρα της Πεντηκοστής), που κτίστηκε σε αντικατάσταση του παλαιού ομώνυμου ναού, που βρίσκεται λίγα μέτρα μακρύτερα, μισογκρεμισμένος. Εκεί γίνεται το μεγαλύτερο πανηγύρι του χωριού.
Λαογραφικά στοιχεία
Παράδοση του χωριού κάνει λόγο για την Αγία Παρασκευή την Ατζιπαδιανή. Στα μεγάλα και σπανά Ατσιπαδιανά όρη έρχονταν και βοσκούσαν τα πρόβατά τους ποιμένες από τα γειτονικά χωριά των Σφακιών. Τρεις τσοπάνηδες, μη έχοντας πού να μείνουν, μετέβαλαν την εκκλησία σε κατοικία τους. Κάθε πρωί που ξυπνούσαν έβλεπαν τα πάντα πεταμένα εδώ και εκεί και το γιαούρτι τους χυμένο έξω, στην πόρτα της εκκλησιάς. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό, ώσπου άρχισαν να υποπτεύονται ο ένας τον άλλο. Στο τέλος, πείσθηκαν ότι με τη θεία θέληση γινόταν όλα αυτά και έτσι μετανοημένοι απομακρύνθηκαν από την εκκλησία.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι, όταν οι Τούρκοι πήραν το χωριό και κατοίκησαν σε αυτό, η Αγία Παρασκευή άφησε την εκκλησία της, αλλά δεν πήγε και πολύ μακριά. Στο ρέμα που σχηματίζουν τα βουνά πλάι από το χωριό, στη θέση που ονομάζεται Χάλαρο, μέσα σε μια μικροσπηλιά που υπάρχει εκεί, πήγε και κατοίκησε η Αγία. Οι παλιοί έλεγαν ότι βλέπανε, συχνά, μια όμορφη γυναίκα να βγαίνει από τα σπηλιά. Πολλοί, μάλιστα, άκουγαν να κροτούν μέσα στο σπήλαιο και πεταλιές και εξηγούσαν ότι προέρχονταν από τον αργαλειό, στον οποίο η Αγία ύφαινε ιερά αντικείμενα. Άλλοι είπαν ότι η γυναίκα που κατοικούσε στη σπηλιά δεν ήταν η Αγία, αλλά κάποιο φάντασμα ή Νεράιδα, που δούλευε υφαίνοντας στον αργαλειό της.